πεζοπορικός

πεζοπορικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πεζοπόρο ή στην πεζοπορία.
επίρρ...
πεζοπορικώς
με τα πόδια, πεζή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζοπόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Νέα Ἐφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πεζοπορικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πεζοπορία ή στον πεζοπόρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Pezoporikos Larnaca — Infobox Football club clubname = Pezoporikos Πεζοπορικός fullname = Πεζοπορικός Όμιλος Λάρνακας Pezoporikos Omilos Larnacas nickname = shortname = POL (ΠΟΛ) founded = 1927 dissolved = 1994 ground = Neo GSZ Stadium capacity = chairman = mgrtitle …   Wikipedia

  • Пезопорикос — Пезопорикос …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”